Page 20 - ioannou-kapnisis
P. 20

σώζονταν εύκολα αν ανέβαιναν σε ένα ξυλαράκι. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος
                να τα σώσει, γιατί ήταν πολλά και μικροσκοπικά, παρά μόνο, σκέφτηκε, αν
                γινόταν  και  ο  ίδιος  μυρμήγκι,  και  τους  μιλούσε  στην  γλώσσα  τους  για  τον

                τρόπο που πρέπει να σωθούν. Επίσης, ξεκινούσε συχνά τα αντιαιρετικά του
                κηρύγματα κατά των Πεντηκοστιανών, και των ψευδομαρτύρων του Ιεχωβά,

                λέγοντας ότι έξω από το χωριό είδε μια κότα, η οποία περπατούσε αφύσικα.
                Έκανε  μάλιστα       και  ο  ίδιος  με  τα  χέρια  του  κάποιες  χαρακτηριστικές
                κινήσεις,  προσπαθώντας  να  «μιμηθεί»  αυτά  τα  πηδηματάκια  του  πτηνού.
                Πρόσεξε κατόπιν καλύτερα, και είδε ότι η κότα είχε μόνο ένα πόδι. Και έλεγε

                λοιπόν,  ότι  έτσι  και  εμείς,  αν  έχουμε  μόνο  ένα  «πόδι»,  δηλαδή  την  Βίβλο
                χωρίς  την  ιερά  Παράδοση  της  Εκκλησίας,  θα  χωλαίνουμε,  και  θα
                «κουτσαίνουμε»  θεολογικά.  Ο  Γέροντας  δηλαδή  συγκατέβαινε  στο  επίπεδο

                του  κοινού  του,  που  τα  πρώτα  χρόνια  της  διακονίας  του  στην    περιοχή,
                αποτελούνταν  από  ανθρώπους  που  δεν  είχαν  βγάλει  καν  το  δημοτικό
                σχολείο,  και  έκρυβε  τον  πλούτο  των  γνώσεών  του  (αυτόν  τον  πλούτο  τον

                κατάλαβα μόνο στην εξομολόγηση). Μερικές φορές μάλιστα το κήρυγμά του
                ήταν  τόσο  υψηλό,  ώστε  οι  άνθρωποι-  τολμώ  να  πω-  γελούσαν  ανοητωδώς,
                γιατί ο Γέροντας στόχευε κατευθείαν σ’ αυτό που υπήρχε στην καρδιά, και

                όταν  εκεί  φώλιαζε  το  κακό,  το  δαιμόνιο  προξενούσε  άτακτο  γέλωτα.  Το
                κήρυγμα  του  Πατρός  ήταν  μια  πρόκληση  στην  σύμβαση  του  κόσμου,  ένα
                γρήγορο  γκρέμισμα  κάθε  τυπικότητας  και  σπουδαιοφανούς  κοσμικότητας,

                γι’ αυτό, δίχως να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, όσα έλεγε εντυπώνονταν
                βαθιά στις ψυχές τους, και βγαίνοντας από τον ναό, οι άνθρωποι, αν μη τι
                άλλο, προβληματίζονταν.


                Μια  φορά  ρώτησα  τον  Γέροντα  γιατί,  αφού  έχει  τόσες  πολλές  γνώσεις,
                κηρύττει πολύ απλά, λες και δεν είναι επιστήμων θεολόγος. Μου απάντησε

                το  εξής:  «σκέψου  ότι,  π.χ.  στον  άγιο  Ιωάννη  τον  Ρώσο  (εκεί  ο  Γέροντας
                πήγαινε και κήρυττε τα καλοκαίρια, κάθε Ιούλιο), περνά πάρα πολύς κόσμος,
                οι  πιο  πολλοί  δεν  εκκλησιάζονται  καν,  και  πρέπει  ο  ιεροκήρυκας  να  τους

                ‘‘περάσει’’ όλον τον χριστιανισμό μέσα σε 15 λεπτά της ώρας». Και σκέφτηκα
                ότι  ο  Γέροντας  συμπυκνώνει  τόσο  πολύ  το  κήρυγμα  του,  και  εμμένει  τόσο
                πολύ στα βασικά, που είναι όμως και τα πιο ουσιαστικά, ώστε ο λόγος του

                πράγματι «διατρέχει» σύντομα όλον τον χριστιανισμό.

                Στις συνομιλίες του όμως στην εξομολόγηση, κατ’ αντίθεση, ο Γέροντας ήταν

                διαφορετικός,  δεν  έκανε  τέτοιου  είδους  «σαλότητες»,  αλλά  μιλούσε

                                                       20
   15   16   17   18   19   20   21   22   23   24   25