Page 17 - stylianidou-parigoritiki
P. 17

ευθανασία σαν τον θάνατο που επέρχεται κάτω από ευχάριστες, ήρεμες και ανώδυνες

                   συνθήκες.  Η  δεύτερη  αναφέρεται  στον  ασθενή  που  διανύει  το  τελικό  στάδιο  μιας
                   θανατηφόρου νόσου, η οποία του προξενεί αφόρητους πόνους. Ο ασθενής, έχοντας

                   επίγνωση  της  κατάστασής  του  και,  έχοντας  πληροφορηθεί  από  τους  θεράποντες
                   ιατρούς  του  ότι  αυτή  είναι  μη  αναστρέψιμη,  επιζητεί  ο  ίδιος  να  επισπευσθεί  ο

                   θάνατός του, προκειμένου να απαλλαγεί από περαιτέρω πόνους και ταλαιπωρίες.
                      Όπως καταλαβαίνουμε, το πρόβλημα αυτό έχει θεολογική, ηθική, ιατρική, νομική

                   και  ψυχολογική  διάσταση  με  αποτέλεσμα  να  προκαλεί  αλλεπάλληλες  διαμάχες

                   μεταξύ των θεολόγων, των φιλοσόφων, των νομικών και των ιατρών (Κωστόπουλος,
                   2011: 76-78).

                      Το  «καλώς  θνήσκειν»  και  το  «ευ  θνήσκειν»  το  εύχεται  κάθε  άνθρωπος  για  τον

                   εαυτό του. Εξάλλου, αυτό διδάσκει και η Εκκλησία, η οποία εύχεται «χριστιανά τα
                   τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Από την άλλη, ο σύγχρονος

                   ορισμός της ευθανασίας την ορίζει σαν την «ευσπλαχνική θανάτωση ή διαφορετικά,
                   την ανώδυνη θανάτωση προσώπου, το οποίο πάσχει από επώδυνη, ανίατη ασθένεια ή

                   διαταραχή  με  αναπηρία».  (Μαστοράκης  &  Μπαλογιάννης,  2010:  144-149).
                   Παρακάτω  θα  κάνουμε  μια  ιστορική  αναδρομή,  για  να  δούμε  ποιο  ήταν  το

                   περιεχόμενο του όρου στους αιώνες που προηγήθηκαν.



                   3) Ιστορική αναδρομή.

                     Ο  όρος  «ευθανασία»  προέρχεται  από  το  αρχαίο  ελληνικό  ρήμα  εὐθανατῶ  και
                   σημαίνει  τον  εύκολο,  ευτυχισμένο,  ήρεμο,  ανώδυνο  και  κυρίως  ένδοξο  θάνατο.  Ο

                   ήρεμος  θάνατος,  πάντως,  δεν  σχετιζόταν  ανέκαθεν  με  την  ευθανασία.  Την  έννοια
                                                    ο
                   αυτήν  την  απέκτησε  από  τον  3   αιώνα  π.Χ.  και  μετά,  όταν  ο  κωμικός  ποιητής
                   Ποσείδιππος ο Κασσανδρεύς χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη αναφέροντας

                   πως είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο οι θεοί: «ὤν τοῖς θεοῖς
                   ἄνθρωπος εὔχεται τυχεῖν / τῆς εὐθανασίας κρεῖττον οὐδέν εὔχεται». (Από όλα αυτά

                   που ο άνθρωπος εύχεται στους θεούς να του τύχουν / δεν εύχεται τίποτα καλύτερο
                   από την ευθανασία). Αργότερα, ο ίδιος όρος συναντάται σε έργα του Κικέρωνα, του

                   Στοβαίου, του Πολύβιου, του Ιωσήπου, του Φίλωνα και του Μενάνδρου. Ο πατέρας

                   της  ιατρικής,  ο  Ιπποκράτης,  μολονότι  δεν  αναφέρει  στον  περίφημο  όρκο  του
                   ονομαστικά τη λέξη «ευθανασία», ωστόσο δηλώνει με σαφήνεια ότι δεν αποδέχεται

                   με τίποτα τη συνεπικουρία του γιατρού για τον τερματισμό της ζωής του ασθενούς,



                                                                                                    16
   12   13   14   15   16   17   18   19   20   21   22