Page 12 - liamis-pnevmatikizoi
P. 12

τάση  δεν  μπορεί  να  την  αναστείλει.  Αυτό  όμως  που  επιτυγχάνει

                                                           33
                 είναι    το  να  δηλητηριάσει   την  σχέση  ανθρώπου-Θεού.

                 Παραμορφώνει  την  εικόνα  που  έχει  ο  άνθρωπος  για  τον  Θεό,

                 παρουσιάζοντάς Τον ως εξουσιαστή, φοβούμενο μην απολέσει την


                                                 34
                 απόλυτη  κυριαρχία  Του .  Με  την  αποδοχή  μιας  τέτοιας  ψευδο-
                 Θεϊκής εικόνας, ο άνθρωπος μεταβάλλει την αγαπητική σχέση του


                 με  τον  Δημιουργό  του  σέ  ανταγωνιστική,  ενώ  συγχρόνως  το


                 δαιμονικό  «ἔσεσθε  ὡς  Θεοί»  αλλοιώνει  όχι  μόνο  την  εικόνα  του

                 Θεού αλλά και τον άνθρωπο ως εικόνα Του. Δεν είναι η ηδονή της






                 σώματος  κῦψις  ἀνέδωκεν  ὀδύνην-ἀμφότερα  ἡδύνετο  ἀμφότερα  καί  ὀδυνᾶται».  Π2,
                 140,  2,  26.  Πρβλ.  Μαξίμου  Ὁμολογητοῦ  Πρός  Θαλάσσιον,  ΞΑ΄,  PG.  90,  628  Β:
                 «Ἐντεῦθεν,  διά  τήν  ἐπεισελθοῦσαν  τῆ  φύσει  παρά  λόγον  ἡδονήν  ἡ  κατά  λόγον
                 ἀντεισῆλθε  ὀδύνη».  Πρβλ.  επίσης  το  έργο  του  Ευσεβίου  Βίτη,  Ηδονή-Οδύνη.  Ο
                 διπλός καρπός της αισθήσεως, Αθήνα 1991(2). Πρβλ. Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, 61-63.
                 Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να θεωρηθεί ὡς αποκλειστικά μεταπτωτική συνέπεια. Η
                 αναφορά του αγ. Θεολήπτου στην «θεία ηδονή» (Ν3, 231, 4, 53) δίνει στον όρο αυτό
                 ευρύτερες διαστάσεις. Αποκαλύπτεται ως συνέπεια πνευματικών κατορθωμάτων και
                 απόδειξη  προσεγγίσεως  της Θείας αγάπης. Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως έμφυτη
                 ανθρώπινη  κατάσταση  επαφής  με  κάθε  τι  το  αγαθό.  Πρβλ.  Μαξίμου  τοῦ
                 Ὁμολογητοῦ, Περί θεολογίας κεφαλαίων ἑκατοντάς ἑβδόμη, οκ’, Φιλοκαλία Β‘, 182:
                 «προσδοκώμενον μέν ἀγαθόν, ἐπιθυμίαν καλεῖ, παρόν δέ, ἡδονή». Συνεπώς η πτώση
                 αλλοιώνει τον χαρακτήρα και της ηδονής, οδηγώντας τον άνθρωπο να την αναζητά
                 πλέον στους χώρους της φθοράς. Περί της διακρίσεως των ηδονών βλ. Ἰωάννου τοῦ
                 Δαμασκηνοῦ, Έκδοσις, 222.
                    33  Βλ. «Ἄλγος τῶ Ἀδάμ ἐχρημάτισε
                        ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι
                        ‘‘ἐν Ἐδέμ’‘ ὅτε ὄφις ἰόν ἐξηρεύξατο».
                        Ἰδιόμελα εἰς κοιμηθέντες μοναχούς 438 ΙΑ, 2.
                    34   Βλ.  Γέν.  3,  5:«Ἤδει  γάρ  ὁ  Θεός  ὅτι  ἐν  ἧ  ἄν  ἡμέρα  φάγητε  ἀπ  ‘  αὐτοῦ,
                 διανοιχθήσοντα  ἡμῶν  οἱ  ὀφθαλμοί  καί  ἔσεσθε  ὡς  Θεοί  γινώσκοντες  καλόν  καί
                 πονηρόν».


                                                             11
   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16   17