Page 3 - liamis-panteleimon
P. 3
και οι δυσκολίες της ζωής είχαν ήδη χτυπήσει την πόρτα των συνομηλίκων
μου, εμένα με περίμενε, πριν ακόμη τελειώσω τις σπουδές μου, το παλάτι
του βασιλιά, του Μαξιμιανού. Μα κι η θωριά κι η ομιλία μου ήταν
ξεχωριστές. Το ΄νιωθα, το ΄βλεπα το πόση ευχαρίστηση ένιωθαν να μιλούν
μαζί μου μικροί και μεγάλοι και πόσο εύκολα γινόμουν το κέντρο της κάθε
συντροφιάς.
Η μητέρα μου έφυγε νωρίς. Είχε προλάβει όμως να φυτέψει
στην ψυχή μου δυο πράγματα: την πίστη πως ο Ιησούς Χριστός είναι ο
μόνος δρόμος να φτάσω στον ουρανό κι πως ό,τι καλό έχω είναι δώρο και
άρα αιτία όχι περηφάνιας αλλά ευγνωμοσύνης. Ακόμα όμως οι σπόροι
ήταν θαμμένοι βαθιά και οι καρποί περίμεναν την ώρα τους. Χρειάστηκαν
χρόνια πολλά μέχρι να μάθω να βλέπω σαν δώρο Του την κάθε στιγμή,
την κάθε περίσταση, την κάθε συνάντηση.
Τι άλλο από δώρο ήταν και η συνάντηση με τον άγιο Ερμόλαο,
μεγάλη η χάρη του, ιερέα τότε στην πατρίδα μου, τη Νικομήδεια; Τι άλλο
από θεϊκό φωτισμό θα τον έκανε, κρυμμένο και φοβισμένο τότε από τον
σάλο των διωγμών, ν΄ ανοίξει εκείνο το μεσημεράκι την πόρτα του
φτωχικού του σ΄ εμένα, ένα άγνωστο πλουσιόπαιδο, που έτυχε να
διαβαίνει έξω απ΄ την πόρτα του; Είναι φορές που ξέρουμε από την
πρώτη στιγμή, πως ένας άνθρωπος θα σφραγίσει τη ζωή μας. Κι εγώ το
΄νιωσα. Σαν σε φίλο καρδιακό άνοιξα την καρδιά μου εκείνη κιόλας την
ώρα. Του ΄πα για τις σπουδές και τους γονιούς μου. Του ΄πα για τον
δάσκαλό μου, το μεγάλο μου πρότυπο. Του ΄πα και για τα ινδάλματά μου,
τον Ασκληπιό, τον Ιπποκράτη, τον Γαληνό. Με γλυκιά ματιά με άκουγε
ώρα πολλή. Κι όταν μίλησε, αν κι ο γιατρός εγώ, ο δικός του λόγος έγινε
2