Page 6 - liamis-panteleimon
P. 6

προσευχή.  Όταν  εγύρισα  στο  πατρικό  μου,  δεν  δυσκολεύτηκα  να


               δικαιολογήσω την απουσία μου. Άλλωστε το  μυαλό  μου ήταν αλλού.  Η

               θέρμη, που πλημμύριζε το κάθε κύτταρό μου γύρευε κι άλλες ψυχές να

               πυρπολήσει.  Ζητούσε  να  δοθεί  για  να  γίνει  πιο  δική  μου.  Στα  όρια  της

               απόλυτης ευτυχίας -παράξενο-αισθανόμουνα λύπη για πολλά πράγματα:

               Για τα χαμένα μου χρόνια μακριά από το Χριστό… για τους αγαπημένους


               μου φίλους… τους συγγενείς, τους βυθισμένους στο τίποτα… για τον τόσο

               ανθρώπινο πόνο, την τόση ελπίδα στραμμένη σε θλιβερά ειδώλια, για το

               τόσο ψέμα γύρω  μου... για το τόσο ψέμα.  Τα είδωλα μέσα στο σπίτι μου

               με  γέμιζαν  οργή.  Μου  ερχόταν  να  τα  συντρίψω.  Μα  η  φιγούρα  του


               πατέρα μου με ημέρωνε. Χρόνια ολόκληρα με τόση διάκριση σεβάστηκε

               τις  επιλογές  μου  και  τις  επιλογές  της  μητέρας  μου.  Δεν  επέτρεψα  στον

               εαυτό μου ποτέ το θράσος του νεοφώτιστου ζηλωτή. Την αγωνία μου γι΄

               αυτόν την έντυνα με αστειάκια και υπονοούμενα.


                          «Βρε  πατέρα»,  τού      ΄λεγα,    «είδωλο  που  φτιάχτηκε  ορθό  δεν

               κάθισε ποτέ του και καθιστό ποτέ δε στάθηκε. Τι σόι θεοί είναι αυτοί;»


                          Δε απαντούσε, μα προβληματιζόταν. Εγώ προσδοκούσα τη δική

               του  συνάντηση  με  την  αλήθεια.  Κι  αυτή  πήρε  τη  μορφή  ενός  τυφλού.


               Χτύπησε την πόρτα μας ένα πρωί, ζητώντας θεραπεία, απελπισμένος και

               χρεωμένους σ΄ όλους τους γιατρούς της περιοχής. Κατάλαβα αμέσως. Τα

               μάτια του ήταν η αφορμή. Κάποιος ζητούσε την ψυχή του, κι αυτού και

               του πατέρα μου.


                          «Ό,τι μου έχει απομείνει στο χαρίζω» μου λέει.








                                                            5
   1   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11