Page 8 - liamis-panteleimon
P. 8
«Να είσαι βέβαιος», μου έλεγε, «πως αυτός που διάλεξες να
ακολουθήσεις βάδισε δρόμο σπαρμένο με φθόνο και αχαριστία, γεμάτο
με τον παραλογισμό και την τρέλα του κόσμου τούτου. Μπαίνεις σε μάχη
μαζί του και τις λαβωματιές της μάχης αυτής θα τις νιώσεις βαθιά στην
καρδιά και το κορμί σου».
Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος για μάχες και θυσίες. Ένιωθα όμως
τη βουή να πλησιάζει. Δεν ήμουν ένας γιατρός όμοιος με τους
συναδέλφους μου. Πήραν από μένα απόσταση θαυμασμού αλλά και
έχθρας. Κι αν έκλεινα τ΄ αυτιά μου σ΄ όσα μου μηνούσαν ασθενείς μου,
που, απογοητευμένοι απ΄ αυτούς έφταναν σε μένα, τα σημάδια ήταν
φανερά στο φέρσιμο, στα λόγια, στη συναναστροφή τής κάθε μέρας μαζί
τους.
Ό,τι δεν άκουσα κατά πρόσωπο ποτέ, τ΄ άκουσε ο βασιλιάς.
Γέμισε μίσος και οργή θανάσιμη. Απ΄ ό,τι έμαθα, χτύπησαν την πιο
ευαίσθητη χορδή του. Κάθε θεραπεία εκτόπιζε την λατρεία των θεών του
και κλόνιζε ένα ολόκληρο θρησκευτικό και κοινωνικό οικοδόμημα. Η
σύγκρουση πλησίαζε, το ΄βλεπα. Ο Θεός όμως διάλεξε άλλον για πρώτο
της θύμα. Ο Μαξιμιανός δεν μπόρεσε με μιας να απαρνηθεί την αγάπη
που μου είχε. Κάλεσε λοιπόν τον πρώτο, τον αγαπημένο μου τυφλό για να
μάθει. Αυτός, χωρίς ούτε στιγμή να δειλιάσει, πρώτα προκάλεσε τους
γιατρούς, που καιρό τώρα τον ξεσήκωναν, να απαντήσουν γιατί δεν
κατάφεραν τίποτε. Κι όταν αυτοί, αλλά και ο βασιλιάς, απέδωσαν την
ίασή του σε θαύμα του Ασκληπιού, εκείνος, με απίστευτη παρρησία τους
είπε ανόητους και τυφλούς σ΄ αυτά που συμβαίνουν. Το αναπόφευκτο
τέλος του δεν άργησε. Αλήθεια, όταν το ΄μαθα αισθάνθηκα αδύνατος και
7