Page 7 - liamis-panteleimon
P. 7
«Τα θέλω όλα» του απαντάω. «Μόνο που θα τα εισπράξουν τ΄
αδέλφια μου οι ζητιάνοι. Θέλεις;»
Δε μίλησε. Μόνο τέντωσε το λαιμό του, φέρνοντας κοντύτερα
τα μάτια του. Με την άκρη της ματιάς μου έβλεπα την αγωνία του πατέρα
μου στον βέβαιο διασυρμό μου. Ο άνθρωπος ετοιμαζότανε να νιώσει
βοτάνια και αλοιφές. Αντί γι΄ αυτά ένιωσε το σημείο του Σταυρού στα
βλέφαρά του κι άκουσε το γλυκύτατο όνομα του Ιησού μου. Είδαν τα
μάτια του. Και μαζί μ΄ αυτά η ψυχή του. Σε λίγο έτρεχε προς στο σπίτι τού
γέροντά μου. Από πίσω ο πατέρας μου. Λίγες ώρες μετά, τα είδωλα του
σπιτιού μου συντρίβονταν από τ΄ ατίμητα χέρια του. Την ίδια ώρα, με τα
μάτια της δικής μου ψυχής, έβλεπα τη μητέρα μου να κλαίει από χαρά.
Παρά την επιθυμία μου, το γεγονός διαδόθηκε αμέσως. Το σπίτι
μας άρχισε να πλημμυρίζει από αρρώστους. Όσο οι άνθρωποι αυτοί
βρίσκανε την υγειά τους, τόσο ένιωθα ότι άλλος ενεργούσε μέσα από τα
χέρια μου. Στο μεταξύ ο πατέρας μου έφυγε να συναντήσει τη γυναίκα
του κι εγώ, παρά τη λύπη μου, ένιωσα λίγο πιο ελεύθερος. Πετούσα όμως
σα πουλί, όταν μοίρασα όλη τη περιουσία μου. Κι όσο έδινα, τόσο μού
΄διναν. Χρήματα δε μού ΄λειψαν ποτέ, για να βοηθήσω τη δυστυχία και
την ανημποριά. Ένα μόνο ζήταγα: να στρέφουν την ευγνωμοσύνη τους
στον Χριστό και αυτόν να ομολογούν ιατρό της ψυχής και του κορμιού
τους.
Ο καιρός πέρναγε κι άρχισα να καταλαβαίνω γιατί ο μακαρίτης ο
γέροντας Ερμόλαος δεν έχανε ευκαιρία να με προετοιμάζει γι΄ αυτά που
με περίμεναν.
6