Page 2 - kampa-kontoglou
P. 2

Ο Φώτης Κόντογλου εγκαθίσταται στον ελλαδικό χώρο το 1922. Μετά την τραγωδία
                   της  μικρασιατικής  καταστροφής  εγκαταλείπει  το  Αϊβαλί,  την  πατρίδα  που  τόσο

                   αγάπησε, και έρχεται στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Στη συνείδησή του φέρει πλέον,

                   εκτός από τις διδαχές της κοσμοπολίτικης κουλτούρας που γνώρισε κατά τη διάρκεια

                   των  σπουδών  του,  την  πληγή  και  την  τραγωδία  του  ξεριζωμού.  Η  εξαναγκαστική
                   εγκατάλειψη  της  πάτριας  γης  καθώς  και  η  άχαρη  υποδοχή  των  προσφύγων  στον

                   ελλαδικό  χώρο,  διαμορφώνουν  μια  νοσταλγική  συνθήκη  ενατένισης  του

                   παρελθόντος.  Υπό  το  φως  της  συγκρότησης  μιας  εθνικής  ταυτότητας,  η  ελληνική

                   κοινωνία μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα σε αυτό που κάποτε ήταν, σε αυτό που είναι
                   και σε ό,τι θα μπορούσε ή θα ήθελε να γίνει. Έτσι, ενώ το ελληνικό κράτος πασχίζει

                   ακόμη  να  ορίσει  τον  χώρο  του,  η  καλλιεργημένη  ελίτ  της  χώρας  επιδιώκει  να

                   διαμορφώσει  το  πολιτιστικό  πλαίσιο  του  νεοέλληνα  ενοφθαλμίζοντας  δυτικές

                   νοοτροπίες και τάσεις.


                          Όσον αφορά τη βυζαντινή τέχνη, τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού
                                                      ου
                   κράτους και μέχρι τις αρχές του 20  αιώνα, επανανακαλύπτεται και επηρεάζει την
                   τρέχουσα    εκκλησιαστική     τέχνη   με   διαφορετικούς     όρους.    Ωστόσο,    ο

                   επαναπροσδιορισμός της δεν είναι αρμονικός και εξελικτικός. Όπου δεν περιορίζεται

                   στη  στείρα  αντιγραφή,  επιβάλλονται  σε  αυτή  παρεμβατικές  διορθώσεις  και
                   αλλοιώσεις. Το νέο ελληνικό κράτος επιδιώκοντας να κατοχυρώσει τη θέση του ως

                   συνεχιστή της νικηφόρας αρχαιοελληνικής κουλτούρας, και όχι του ηττημένου και

                                                                                                  2
                   ταπεινωμένου  βυζαντινισμού,  επιδίδεται  στην  υιοθέτηση  δυτικών  προτύπων.   Τα
                   βυζαντινά  πρότυπα  που  επικρατούσαν  στη  λαϊκή  τέχνη  της  περιόδου  της
                   Τουρκοκρατίας δεν μπορούν βέβαια να αποσιωπηθούν. Ξεκινάει έτσι μια διαδικασία

                   «βελτίωσης» ώστε, πίσω από αυτά που θεωρήθηκαν τεχνοτροπικές «παρατυπίες»

                                                                                3
                   της  βυζαντινής  τέχνης,  να  διαφανεί  «το  κάλλος  της  ιδέας».   Το  1914  ιδρύεται  το
                   Βυζαντινό  Μουσείο  και  έτσι  αρχίζει  η  συστηματική  μέριμνα  για  τον  βυζαντινό
                   πολιτισμό και ιδίως, αν όχι αποκλειστικά, για την τέχνη του. Πρόκειται, ωστόσο, για



                   2  Γεωργιάδου-Κούντουρα Ευθυμία, Θρησκευτικά Θέματα στη Νεοελληνική Ζωγραφική 1900-1940,
                   Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1984, σ. ΙΙ.
                   3  Ζωγραφίδης Γιώργος, Εικαστική Φιλοσοφία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 193, γενικότερα
                   192-197.

                                                           [1]
   1   2   3   4   5   6   7