Page 3 - Loudovikos_Axeiropoihth
P. 3

κυρίως  αποκαλύπτεται  Αυτός  ο  Δημιουργός  και  Αναδημιουργός,  ο  Ζωοποιός  και
                   Θεοποιός μας Θεός.

                         Θεώσας  το  ανθρώπινο  πρόσλημμα  και  Ενανθρωπήσας,  ο  Λόγος  του  Πατρός
                   μας  επισκέπτεται,  έρχεται  «εις  τα  ίδια»,  έρχεται  μέσα  στην  Ιστορία  και  μας  ανα-
                   καλεί, και φανερώνει  και παρέχει αυτό που η πείρα της Εκκλησίας διαλαλεί έτσι: «ο
                   ήν απ’ αρχής, ο ακηκοάκαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και
                   αι  χείρες  ημών  εψηλάφησαν,  περί  του  λόγου  της  ζωής,  και  η  ζωή  εφανερώθη  και
                   εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον».


                         Η θεμελιακή αυτή εμπειρία και ο συνακόλουθος τρόπος βίωσης και ομολογίας
                   αυτής  της  εμπειρίας,  περιγραφόμενη  με  τέσσερα  οράσεως  σημαντικά  ρήματα,  από
                   την  χριστιανική  Εκκλησία,  μας  αποκαλύπτει  την  μεθεκτικώς  θεο-οπτική  και
                   πνευματικώς θεο-απτική καρδιά της θεολογίας. Εάν το «κατ’  εικόνα» της πλάσεως
                   του  ανθρώπου,  αφορά  την  θεοποίητη  Εικόνα  της  Υποστάσεως,  δηλαδή  το  θεμέλιο
                   επάνω  στο  οποίο  οικοδομείται,  «καθ’  ομοίωσιν»  του  Θεού  Λόγου  και  της  Αγίας
                   Τριάδος,  αυτή  η  υποστατική  ανά-πλασις  του  ανθρώπου,  τότε  η  αχειροποίητη  και
                   θεοποίητη  Εικόνα  της  Αυτοεξεικονίσεως  της  υποστατικής  Μορφής  του  Ιησού
                   Χριστού, επάνω στο μανδήλιο, αποτελεί την Εικόνα – Πηγή όλων των υποστατικών
                   εξεικονίσεων και  των εικονογραφικών παραστάσεων της μορφής του Χριστού, της
                   Θεοτόκου και πάντων των αγίων μέσα στην Εκκλησία.


                         Εννοούμε έτσι εδώ, σύμφωνα και με την θεωρία του αγίου Μαξίμου περί τον
                   άκτιστο  λόγο  της  οράσεως,  τον  θεμελιακό  σύνδεσμο  και  τον  κομβικό  τόπο  της
                   ορατότητας,  η  οποία  βεβαιώνει  το  γεγονός  της  θείας  Παρουσίας,  υποδέχεται  την
                   λειτουργία της ησυχαστικής και αποκαλυπτικής Μεταμορφώσεως και κληρονομεί την
                   δυνατότητα  της  μεθεκτικής  Θεοπτίας,  μέσα  σε  όλη  ακριβώς  την  Θεανθρώπινη
                   Πραγματικότητα. Συγκροτείται μια ολόκληρη ακολουθία τρόπων συνάντησης Θεού
                   και ανθρώπου. Από την απλή συνακρόαση και την μυστική συνομιλία, μεταβαίνουμε
                   στην  κοινωνία  της  ορατής  και  απτής  παρουσίας,  και  στην  θεωρία  της  θεοπτικής
                   αποκαλύψεως.  Και  στην  συνέχεια  εισερχόμαστε  στη  πλήρη  κοινωνία  της  Θείας
                   Ενσαρκώσεως  του  Λόγου  και  Θεού  και  στην  μεθεκτική,  προσωπική  και
                   εκκλησιαστική, λειτουργία της «Αυτού Ενσωματώσεως», η οποία ενεργείται, δια της
                   Χριστού  Σταυρώσεως  και  Αναστάσεως,  μέσα  στην  εν  μετανοία  και  προσευχή  και
                   θεανθρωπίνη κοινωνία διαμένουσα καρδιά της Εκκλησίας, ως κενωτικό και ζωτικό
                   Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

                         Ο απαρχής Θεός λοιπόν, της πρωταρχικής Δημιουργίας, και της προπτωτικής
                   εδεμικής συνομιλίας, κατόπιν γίνεται ακουστός Θεός και Φωνή Κυρίου της Παλαιάς
                   Διαθήκης, αλλά  έως  εδώ  έχουμε ακόμη  μία διακοινωνία  ανάμεσα στον  Δημιουργό
                   Θεό από την μία πλευρά και τον εδεμικό και μεταπτωτικό κατόπιν άνθρωπο από την
                   άλλη.  Μόνο  όταν,  «εκ  Πνεύματος  Αγίου  και  Παρθένου  της  Μαρίας»,  «ο  αόρατος

                                                            2
   1   2   3   4   5   6   7   8