Page 7 - karakostas-thriskeia
P. 7

λόγος άλλωστε, που όταν ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στον Άρειο Πάγο, υπήρχε μια
                   μερίδα ατόμων που τον περιγέλασε (Πραξ. ΙΖ’, 32).

                   Από  την  άλλη  όμως,  αποτελεί  μία  πραγματικότητα  το  γεγονός  ότι  έχουν  υπάρξει
                   κάποιες επιρροές σε μερικές πρακτικές του Χριστιανισμού από τις θρησκείες, με την
                   μόνη διαφορά όμως πως αυτές είχαν καθαρθεί, αλλάζοντας νόημα και περιεχόμενο.
                   Στον αρχαίο Ισραήλ είχε δοθεί εντολή από τον Θεό, τα Χερουβείμ της Κιβωτού να
                   έχουν  πρόσωπα  μόσχου,  λόγω  του  ότι  οι  Ισραηλίτες  είχαν  επηρεασθεί  από  την
                   ειδωλολατρική  πρακτική  των  Αιγυπτίων,  που  προσκυνούσαν  τον  μόσχο,  και  η
                   συνήθεια  αυτή  δεν  ήταν  δυνατόν  να  εκλείψει  μονομιάς,  χωρίς  κάποιο  μεταβατικό
                   στάδιο. Έτσι, ο λαός αυτός που πολλές φορές αποστατούσε από τον Θεό, διδασκόταν
                   από τα Χερουβείμ, πως αν ο μόσχος προσκυνούσε την Κιβωτό, τότε ο μόσχος δεν ήταν
                   θεός. Επίσης, σχετικά με το θέμα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει, πως ο
                   Θεός προσέλκυσε τους Μάγους δι’ αστέρος, γιατί αποτελούσε κάτι οικείο γι’ αυτούς
                   και προσθέτει: «μη νομίσεις λοιπόν ότι θα έκρινε ταπεινωτικό να καλέσει [τους μάγους]
                   με αστέρι. Διότι τότε θίγεις όλους τους Ιουδαϊκούς θεσμούς, τις θυσίες, τους καθαρμούς,
                   την πρωτομηνιά, την κιβωτό, ακόμη και τον ναό τον ίδιο. Διότι αυτά έχουν την αρχή τους
                   στην  ειδωλολατρική  θρησκεία.  Ο  Θεός  όμως,  για  να  σώσει  τους  παραπλανημένους,
                   δέχθηκε να χρησιμοποιηθούν σαν θεραπευτικά μέσα, αφού τα μετέβαλε λίγο, εκείνα με
                   τα οποία λάτρευαν τα είδωλα οι ειδωλολάτρες, για να τους απομακρύνει σταδιακά από
                                                                             17
                   τις συνήθειές τους και να τους οδηγήσει στην υψηλή πίστη».  Μετά από αυτούς τους
                   λόγους, γινόμαστε μάρτυρες δύο καταστάσεων. Πρώτον, βλέπουμε πως το θέμα δεν
                   είναι  η  πρακτική,  αλλά  η  ουσία  και  το  περιεχόμενο  αυτής.  Ο  Θεός  ευδοκεί  με
                   αμέτρητους τρόπους την σωτηρία του πλάσματός Του και εκείνο στο οποίο αποβλέπει
                   είναι η προαίρεση και η ειλικρινής διάθεση του ανθρώπου. Και δεύτερον, φαίνεται ότι
                   ο  Θεός  ενεργεί  αληθινά,  εκπαιδεύοντας  εν  χρόνω  τον  άνθρωπο,  όπως  οι  γονείς  τα
                   παιδιά, για να τον φέρει σε συναίσθηση της Αλήθειας και όχι αόριστα και «μαγικά»,
                   όπως βλέπουμε στους μύθους.

                   Είδαμε λοιπόν πως ο Χριστιανισμός διαφέρει από τις άλλες θρησκείες στο περιεχόμενό
                   του,  ακόμα  κι  αν  κάποιες  πρακτικές  μοιάζουν  μεταξύ  τους,  αφού  είναι  εκ  Θεού
                   προερχόμενος και όχι εξ ανθρώπων, αποτελώντας το σημείο αυτό την βασική ειδοποιό
                   διαφορά. Ακόμα ένα επιχείρημα που επιβεβαιώνει αυτή την διαφορά είναι το γεγονός
                   πως ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον και μία εποχή θρησκευτικού
                   συγκρητισμού, που είχε ξεκινήσει από τους ελληνιστικούς κιόλας χρόνους. Όμως, παρ’
                   όλα αυτά η Εκκλησία δεν επηρεάσθηκε στο παραμικρό στην διδασκαλία της, όπως
                   έπραξαν τα θρησκεύματα της εποχής, πιστοποιώντας έτσι το αναλλοίωτο της Αληθείας
                   της. Επομένως, στις περιπτώσεις που υιοθετούσε μερικές προχριστιανικές πρακτικές,
                   αυτό συνέβαινε για να οδηγήσει ευκολότερα και ασφαλέστερα τους ανθρώπους στην
                   θεογνωσία, αφού πρώτα είχε μεταβάλει και εξαγιάσει το περιεχόμενο τους. Αυτός είναι
                   λοιπόν  ο  λόγος  ορισμένων  ομοιοτήτων  του  Χριστιανισμού  με  τις  θρησκείες  του
                   κόσμου, και όχι η δήθεν αντιγραφή ειδωλολατρικών προτύπων από τους Χριστιανούς,
                   κάτι που ούτως ή άλλως ο Απόστολος Παύλος θεωρούσε κατακριτέο (Γαλ. Α’, 6-9).
   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12