Page 9 - karabelia-euagrios-ΟΚ
P. 9

γνωστικισμό. Βεβαίως, ήταν εύκολο να περάσουν από τη θεωρία περί προΰπαρξης και
                   πτώσης τής ψυχής σ’ εκείνη του σώματος ως φυλακής και τάφου, ή από την ιδέα τής
                   δημιουργίας του ορατού κόσμου, επακόλουθο της πτώσης των αόρατων πλασμάτων που
                   δημιουργήθηκαν  πρότερα,  στην  πλατωνική  σύλληψη  του  ορατού  κόσμου  ως  τόπου
                   τιμωρίας,  ή  ακόμη  και  στη  μανιχαϊστική  σύλληψη  της  ύλης,  ως  στοιχείου ουσιωδώς
                   κακού: όμως φαίνεται βέβαιο πως, κάνοντας αυτό το βήμα, αλλοίωναν τη φύση τού
                   ωριγενισμού. Για τον ίδιο τον Ωριγένη, η δημιουργία της ύλης φαίνεται να αντιστοιχεί
                   σε κάποια προνοητική πρόθεση, έτσι που η ύλη είναι καλή χάριν του σκοπού για τον
                   οποίο δημιουργήθηκε· δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκεφτούμε πως οι Ωριγενιστές του
                   Δ΄ αιώνα είχαν  για το  σώμα και  την ύλη  διαφορετική αντίληψη. Σ’ αυτό το  σημείο,
                   λοιπόν, ο Ευάγριος δείχνει να είναι καλύτερος μάρτυρας για τον ωριγενισμό της εποχής
                   του, από όσο οι αντιωριγενιστές που τον είδαν μέσω του παραμορφωτικού πρίσματος
                                                                            33
                   του νεοπλατωνισμού, δηλαδή της δυϊστικής γνωσιοθεωρίας» .
                          Σε ακόμη ένα καίριο σημείο που ο Ευάγριος αποδεικνύεται πιστός μαθητής
                   των Καππαδοκών είναι η υιοθέτηση της διάκρισης μεταξύ κτιστού ακτίστου και των
                   συνεπειών  της.  Σε  αντίθεση  με  τον  Στέφανο  BarSoudaïli,  ο  Ευάγριος  σε  καμία
                   περίπτωση δεν δέχεται την σύντηξη των νόων με τη Μονάδα. Σύμφωνα με τα λόγια
                   του  ίδιου του  A.  Guillaumont:  «Εντούτοις υπάρχει,  όπως πιστεύουμε, μία ουσιώδης
                   διαφορά μεταξύ του Ευαγρίου και του Στεφάνου BarSoudaïli· γι’ αυτόν, η σύντηξη των
                   νόων  με  τη  Μονάδα  μπορεί  να  πραγματοποιηθεί  μ’  έναν  τρόπο  τόσο  πλήρη  επειδή
                   υπάρχει,  ήδη  εξαρχής,  συμφυσικότητα  μεταξύ  εκείνης  κι  αυτών,  σύμφωνα  με  το
                   σύνθημα που είχε αναγράψει στον τοίχο τού κελιού του: “Κάθε φύση είναι ίδιας φύσης
                   με  τη  θεία  ουσία”.  Ο  Ευάγριος,  δίχως  καμία  αμφιβολία,  δεν  θα  δεχόταν  αυτήν  τη
                   διατύπωση· ήδη από την αρχή των Γνωστικών Κεφαλαίων, θέτει πράγματι ολοκάθαρα
                   τη διαφορά φύσης που υπάρχει κατά τη γνώμη του ανάμεσα αφενός στο Αγαθό, που
                   “δεν έχει αντίθετο, γιατί είναι στην ουσία του να είναι Αγαθό και στην ουσία τίποτε δεν
                   αντιτίθεται”,  και,  αφετέρου,  στα  πλάσματα  που  τα  ορίζει  ως  δεκτικά  αντίθεσης.  Ως
                   πιστός  μαθητής  των  Καππαδοκών,  επιμένει  πεισματικά  στη  θεϊκή  ανωτερότητα:  γι’
                   αυτόν,  η  λογική  φύση  ορίζεται  ως  γνωστική  φύση  και  ο  Θεός  είναι  το  κατεξοχήν
                   αντικείμενο  της  γνώσης,  αλλά,  για  τον  νου  που  ξαναβρήκε  τη  γύμνια  του,  ένα
                   αντικείμενο ανεξάντλητο, έτσι που όσο περισσότερο αυξάνει η γνώση, τόσο αυξάνει και
                   η άγνοια σχετικά μ’ αυτόν· επίσης, όσο ισχυρή και να είναι η ένωση, δεν θα υπάρξει
                   ποτέ πλήρης εξίσωση μεταξύ του νου που έγινε “θεός” και του ίδιου του Θεού· στην
                   ένωση με τη Μονάδα, η κτίση παραμένει κτίση, δηλαδή πάντοτε δεκτική αντίθεσης και
                           34
                   φθοράς» .
                          Τέλος,  στον  επίλογο  της  μελέτης  του  αναγνωρίζει  τον  Ευάγριο  ως  τον
                   δάσκαλο  της  ασκητικής  και  μυστικής  θεολογίας.  Όσο  για  την  προσπάθεια  των
                   μεταγενέστερων  που  ανέλαβαν  να  διασώσουν  το  έργο  του,  υποστηρίζει  πως
                   φανερώνει  τη  συνειδητή  τους  επιλογή  να  προστατεύσουν  μια  πολύτιμη  για  όλους





                   33 Βλ. A. Guillaumont,ό.π.,σ. 113.
                   34 Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σσ. 324-325.

                                                            9
   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13   14