Page 22 - liamis-panteleimon
P. 22
μου αυτό που ήθελε αλλά η συντριβή. Η συντριβή η δική μου και όλων
όσων αποκάλυπταν ξεκάθαρα την αδυναμία του. Ούτε ο βυθός της
θάλασσας κατάφερε να με κρατήσει, κι ας είχα δεμένη στο λαιμό μου
πέτρα ασήκωτη. Όταν και το πέλαγος κατατάχτηκε στους εχθρούς του,
αποφάσισε να επιστρατεύσει τα θηρία. Ειλικρινά δεν μπόρεσα να
συγκρατήσω ένα μειδίαμα, όταν μου ζήτησε, έστω και μία εικονική θυσία,
προκειμένου να μην κατασπαραχτώ. Όταν η ώρα έφτασε, αιμοβόρα θηρία
σέρνονταν στα πόδια μου σαν πρόβατα. Δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ ότι,
την ώρα που οι άνθρωποι είχανε φανερώσει τα πιο μαύρα και δαιμονικά
βάθη της ψυχής τους, τα άλογα ζώα στεκόντουσαν εκεί ήρεμα και
γαλήνια, ρωτώντας με τη στάση τους ποιοι κατέχουν τη σοφία και ποιοι
την ανοησία. Όταν τα σκότωσαν, οι κερκίδες είχαν μείνει βουβές.
Ακολούθησαν κι άλλα πολλά, μέχρις ότου ο Βασιλιάς με ρώτησε
ποιος μου έδειξε το δρόμο της πίστης μου. Φανέρωσα αμέσως το όνομα
του Ερμόλαου, για να δείξω στο πλήθος άνθρωπο αξιολογότερο από
μένα, αλλά και για να αποκρούσω τις επιθέσεις της κενοδοξίας που είχαν
αρχίσει να με πολιορκούν. Σε λίγο στεκόταν δίπλα μου ο γέροντά μου,
γαλήνιος και βέβαιος για το δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του. Ίδιος
στην όψη, όπως τόσην ώρα τον έβλεπα σαν όραμα παραμυθίας και
ελπίδας.
«Έχεις και άλλους μαζί σου;», τον ρώτησε ο βασιλιάς.
Σε λίγο δίπλα μου στέκονταν οι δυο αγαπημένοι μου φίλοι, ο
Ερμοκράτης και ο Έρμιππος.
21