Page 19 - liamis-panteleimon
P. 19
Μιας άλλης ποιότητας αιτία μου έγνεφε από το καταφύγιό μου.
Το πρόβλημα δεν ήταν να πειστώ ότι υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, ούτε
ότι υπάρχουν ιδέες δυνατότερες απ΄ αυτόν. Ζητούσα την έσχατη πηγή της
δυνάμεως, την πρωταρχική αιτία, ζητούσα αυτό που θανάτωσε τον
θάνατο. Ζητούσα να μοιραστώ κι εγώ το θρίαμβο αυτής της νίκης. Η
αγωνία αυτή διαπερνούσε την ψυχή μου, όσο τα πυρωμένα άγκιστρα. Κι
ένιωθα πως, εάν κάτι υπήρχε περίπτωση να με οδηγήσει στη λιποταξία,
θα ήταν αυτή η αβάσταχτη αβεβαιότητα: Μπορώ να νικήσω το Θάνατο;
Εγώ, ο Παντολέων, ένας ασήμαντος κρίκος στην άπειρη αλυσίδα της ζωής,
μία σταγόνα στη θάλασσα των μελλοθανάτων της ιστορίας, ένα θλιβερό
τίποτα στην ανακυκλούμενη ματαιότητα των πραγμάτων, μπορώ να
καταλύσω το κράτος του Θανάτου; Κι αν όλα είναι μάταια; Κι αν
απαρνιόμουν τις απλές τις καθημερινές χαρές της ζωής για μία ουτοπία;
Κι αν ρέει το αίμα μου μόνο για να ποτίσει μία άβυσσο;
Τα θεωρείς άπρεπα τα λόγια αυτά στο στόμα κάποιου που τιμάς
ως άγιο! Όμως αναρωτήσου, μήπως η πάλη με τις σκέψεις αυτές χτίζει
στην πραγματικότητα το μεγαλείο της αγιοσύνης. Αναρωτήσου, μήπως η
πάλη με τον σωματικό πόνο δεν είναι τίποτα, μπροστά στην πάλη με την
αμφιβολία. Σε ποιος αγώνα κερδίζεται το λαμπρότερο φωτοστέφανο; Δεν
ξέρω. Αυτό που κατάλαβα, είναι ότι οι απαντήσεις έρχονται την ώρα που
όλα δείχνουν πως η αμφιβολία θα νικήσει και που το μαρτύριο
παρουσιάζεται σαν η μεγαλύτερη κουταμάρα.
Η δική μου απάντηση ήταν ένα όραμα, που ήρθε με τη μορφή
του γέροντά μου, του Ερμόλαου.
18