Page 4 - mantzaridis_ploutosftoxeia
P. 4

φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ οἱ φτωχοὶ μακαρίζονται ἀπὸ τὸν

                   Χριστὸ  ὡς  κληρονόμοι  τῆς  βασιλείας  τοῦ  Θεοῦ,  ἐνῶ  οἱ  πλούσιοι
                                   5
                   ταλανίζονται . Ἡ ἄποψη τοῦ Καλβινισμοῦ, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁρισμένα
                   κείμενα τῆς  Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου  ὁ πλοῦτος παρουσιάζεται ὡς

                   στοιχεῖο  ἰδιαίτερης  εὔνοιας  τοῦ  Θεοῦ,  δὲν  συμφωνεῖ  μὲ  τὴν  Καινὴ
                   Διαθήκη καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ περιορίζεται σὲ θέσεις τῆς
                   Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ συνδέεται καὶ μὲ τὴν

                   ὕπαρξη ὑλικοῦ πλούτου. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅμως καὶ τὴν Ἐκκλησία
                   ὁ πνευματικὸς πλοῦτος παραμερίζει οὐσιαστικὰ τὸν ὑλικό.

                        Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πέρασε τὴν ἐπίγεια ζωή του φτωχικά, χωρὶς νὰ
                   ἔχει «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» . Ἀνάλογο τρόπο ζωῆς ὑπέδειξε καὶ
                                                         6
                   στοὺς  μαθητές  του.  Αὐτὸ  ὅμως  δὲν  ἐμπόδιζε  τὸν  Χριστὸ  νὰ

                   συμπεριφέρεται  ὡς  κοινωνικὸς  ἄνθρωπος.  Μάλιστα  οἱ  ἐχθροί  του
                   συγκρίνοντάς  τον  μὲ  τὸν  ἀσκητικὸ  Ἰωάννη  τὸν  Βαπτιστὴ  ἔλεγαν:

                   «Ἰδοὺ  ἄνθρωπος  φάγος  καὶ  οἰνοπότης» .  Ἀλλὰ  καὶ  ὁ  Ἀπόστολος
                                                                     7
                   Παῦλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι γνωρίζει νὰ ζεῖ καὶ μὲ στέρηση
                                        8
                   καὶ  μὲ  ἀφθονία .  Τέλος  ἀνάμεσα  στοὺς  Χριστιανοὺς  ὑπῆρχαν
                   ἐξαρχῆς ὄχι μόνο φτωχοί, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν δική τους
                   περιουσία .
                               9
                        Ὅπως  εὔστοχα  παρατηρήθηκε,  καμία  ἄλλη  κακία  δὲν

                   κατακρίθηκε  ἀπὸ  τὸν  Κύριο  τόσο  αὐστηρά,  ὅσο  ἡ  ἀγάπη  τοῦ
                             10
                   πλούτου .  Ἡ  κατάκριση  αὐτὴ  δὲν  ἔχει  τόσο  κοινωνικό,  ὅσο
                   ἀνθρωπολογικὸ νόημα. Δὲν ἀποβλέπει τόσο στὴν καταπολέμηση τοῦ

                   κοινωνικοῦ  κακοῦ,  ὅσο  στὴν  ἀπελευθέρωση  τοῦ  ἀνθρώπου  ὡς
                   προσώπου  ἀπὸ  τὴν  δουλεία  τοῦ  κόσμου  καὶ  τὴν  ἐξουσία  τοῦ




                   5 . Βλ. Λουκ. 6,20· 24.
                   6 . Ματθ. 8,20.
                   7 . Ματθ. 11,19.
                   8 .  «Οἶδα  καὶ  ταπεινοῦσθαι,  οἶδα  καὶ  περισσεύειν·  ἐν  παντὶ  καὶ  ἐν  πᾶσι  μεμύημαι  καὶ
                   χορτάζεσθαι  καὶ  πεινᾶν,  καὶ  περισσεύειν  καὶ  ὑστερεῖσθαι·  πάντα  ἰσχύω  ἐν  τῷ
                   ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Φιλιπ. 4,12-3.
                   9 . Βλ. π.χ. Λουκ. 8,3. Μάρκ. 1,29.
                   10 . Βλ. Β. Ἰωαννίδου, Τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸ κοινωνικὸν πρόβλημα, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 82.
                   Πρβλ. G. Dautzenberg, «Biblische Perspektiven zum Problemfeld Eigentum und Reichtum»,
                   Handbuch der Christlichen Ethik, τόμ. 2, σ. 356-8.

                                                            3
   1   2   3   4   5   6   7   8   9