Page 14 - liamis-panteleimon
P. 14
Η σειρά μου δεν άργησε να έρθει. Όλων τα μάτια στράφηκαν
επάνω μου. Όσα προηγήθηκαν έμοιαζαν με μια απλή εισαγωγή της δικής
μου ώρας. Όλοι το γνώριζαν, το γνώριζα κι εγώ. Από την αίθουσα εκείνη ή
εξευτελισμένος θα έφευγα ή καταδικασμένος. Μέση λύση δεν υπήρχε. Κι
όχι πως για μια στιγμή δεν πέρασε από το νου μου η φυγή. Για μια στιγμή
μονάχα. Μέχρι τα λόγια της προσευχής να αρχίσουν ν΄ ανεβαίνουν μεσ΄
απ΄ τα βάθη της καρδιάς μου. Για το αξιοθρήνητο πλάσμα μπροστά μου.
Για τον βασιλιά ευεργέτη μου. Για τις παραμορφωμένες από την άγνοια
ζωές των ανθρώπων γύρω μου. Για τον κόσμο όλο. Για την ψυχή μου:
«Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς
σε ελθέτω. Μη αποστρέψης το πρόσωπό μου απ΄ εμού. Εν η αν ημέρα
επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν μου. Δείξον Δέσποτα σ΄ αυτούς που δε
σε ξέρουν ότι είσαι ο μόνος και παντοδύναμος Θεός».
Ένιωσα έτσι όπως πάντα, που η προσευχή γέμιζε το είναι μου.
Να βγαίνω από το χρόνο και τον τόπο και να βρίσκω το εγώ μου κάπου
αλλού. Το ξέρω, ό,τι κι αν πω, οι αναλυτές του καιρού σου θα μου βρουν
μια θέση ανάμεσα στους μυστικοπαθείς, στους αλαφροΐσκιωτους, .....
Πως όμως να δώσω στους ψυχοερευνητές της ιστορίας να καταλάβουν το
πώς αισθανόμουν, «προσφέροντας» στον Χριστό μου τα φθαρτά μου
μέλη, το νου μου, την ομιλία μου, τα συναισθήματά μου, όλα ...όλα... για
να δείξει στα πλάσματά του, στα παιδιά του, τον άπειρο έρωτά του γι΄
αυτά, την άπειρη... την ακατανόητη επιθυμία του να τα ξαναδεί πάλι στην
πατρική του αγκάλη! Έτσι και τώρα, δεν ήθελα να ΄μουν εγώ,
όχι...όχι...εγώ ήθελα να ΄μουν ο Χριστός, αυτός ήθελα να ΄ναι το εγώ μου,
αυτός με το στόμα μου να πει:
13