Page 15 - liamis-panteleimon
P. 15

«Σήκω και περπάτα!»


                          Το  είπα.  Και  ο  άνθρωπος  σηκώθηκε  και  περπάτησε.  Εκεί,


               μπροστά σε όλους, που μέσα σε νεκρική σιγή παρακολουθούσαν ακίνητοι

               αυτό  που  ο  κλεισμένος  στη  φυλακή  των  πέντε  αισθήσεων  κόσμος

               ονομάζει θαύμα. Σα μαχαιριές χαράκωναν τη σιωπή οι κραυγές χαράς του

               γιατρεμένου  ανθρώπου.  Κι  εγώ,  παρ΄  όλη  την  συγκίνηση  που  με

               πλημμύριζε, θέλησα να ρίξω και μερικές κλεφτές ματιές στα πρόσωπα των


               παρισταμένων. Ξέρεις λοιπόν τι θαύμασα εκείνη την ώρα, αμέσως μετά

               την  παντοδυναμία  του  Θεού;  Θαύμασα  τη  δύναμη  της  θέλησης  του

               ανθρώπου,  που  μπορεί  να  κατευθύνει  ακόμη  και  τον…  παντοδύναμο

               ανθρώπινο νου του. Το ίδιο γεγονός είχαν δει όλοι. Κι όμως, ό,τι ήθελε

               έβλεπε και ό,τι ήθελε καταλάβαινε ο καθένας. Εγώ παρατηρούσα μόνον


               μάτια.  Άλλα  γεμάτα  δάκρυα,  άλλα  γεμάτα  θαυμασμό,  αλλά  με

               καχυποψία, άλλα με οργή. Σε άλλων, εκείνη την ώρα, η καρδιά χαράχτηκε

               με φως και σε άλλων πέτρωσε ακόμη περισσότερο. Αυτών των τελευταίων

               τα  λόγια  γέμισαν  και  τ΄  αυτιά  του  βασιλιά.  Ήταν  στιγμή  προσωπικών

               επιλογών,  ήταν  και  στιγμή  κλονισμού  ενός  ολόκληρου  κόσμου.  Κι  ο


               βασιλιάς  κλονίστηκε.  Την    ζυγαριά  που  είδα  στο  σπίτι  μου  την  έβλεπα

               τώρα να πλανιέται και πάνω απ΄ το κεφάλι του. Για λίγο ταλαντεύτηκε και

               αμέσως  αγκάλιασε  με  λαχτάρα  τα  στηρίγματα  του  κόσμου  του  παλιού.

               Οριστικά και αμετάκλητα ανοίχτηκε ανάμεσά μας χάσμα μέγα.


                          Αν  και  βρεθήκαμε  μονομιάς  στις  δύο  απέναντι  όχθες  μιας

               αβύσσου,  προσπάθησε  μία  ακόμη  γέφυρα  να  ρίξει.  Μ΄  ένα  του  νεύμα


               άδειασε η αίθουσα κι άκουσα τα τελευταία γλυκά λόγια από τα χείλη του.

               Ήτανε  λόγια  υποσχέσεων,  ακόμη  και  παρακλήσεων  να  μην  τον


                                                           14
   10   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20