Page 9 - liamis-panteleimon
P. 9
ασθενής. Γιατί ο άνθρωπος αυτός, ούτε αφελής ούτε αμόρφωτος ήταν για
να μην ξέρει τι τον περιμένει. Κι όμως, μέσα σε λίγες στιγμές, βρέθηκε
έτοιμος να πετάξει με μιας ό,τι δίνει χαρά στον κάθε άνθρωπο, περιουσία,
υπόληψη, την ίδια του τη ζωή. Αυτός για μένα στέφθηκε άγιος στην
καρδιά μου κι ό,τι πιο τιμητικό μπόρεσα να κάνω γι΄ αυτόν ήταν να
αγοράσω με κίνδυνο της ζωής μου το τίμιο λείψανό του και να το
ενταφιάσω με ανάμικτα αισθήματα πόνου και χαράς δίπλα στον τάφο του
πατέρα μου.
Η ώρα μου είχε φτάσει. Το βασιλικό κάλεσμα δεν άργησε. Τα
χέρια μου κράτησαν για λίγο ακίνητα την περγαμηνή της διαταγής.
Παρατηρούσα το μυαλό μου να θέλει να ξεφύγει από το αναπόδραστο.
Περιπλανιόταν στα ασήμαντα αντικείμενα του δωματίου μου. Χάζεψε για
λίγο τη λαβή του λυχναριού και μετά άρχισε να περιεργάζεται τα εργαλεία
μου. Ξαφνικά άρχισε να τρέχει στο παρελθόν. Τ΄ αυτιά μου γέμισαν με
παιδικές φωνές, με τη φωνή της μάνας μου να με φωνάζει να σταματήσω
το παιχνίδι στο δρόμο και να γυρίσω σπίτι, με τα γλυκά μαλώματα του
πατέρα μου. Εικόνες, εικόνες πολλές μα όχι πολύχρωμες. Όλες κίτρινες,
παντού το κίτρινο, όχι το λαμπερό κίτρινο μα εκείνο το μουντό, που
χρωματίζει τα πάντα με μια απέραντη μελαγχολία. Κλονίστηκα. Σχεδόν
αμέσως άρπαξα το μυαλό μου, σαν από γκέμια ενός αόρατου άγριου
αλόγου. Μία τεράστια ζυγαριά φάνηκε μπροστά μου, σαν κι αυτές που
έφτιαχνα τα γιατρικά μου. Ούτε άγγελοι, ούτε φως. Μια ζυγαριά. Για μια
στιγμή ισορρόπησε. Κι όταν η μια απ΄ τις μεριές νίκησε με το βάρος της,
εγώ ήμουν ήδη έξω και βάδιζα προς το παλάτι. Τα βήματά μου
κουβαλούσαν μια ζωή που έτρεχαν να την αποθέσουν στα πόδια κάποιου.
8