Page 43 - stylianidou-parigoritiki
P. 43

40%  στους  ασθενείς  με  καρκίνο  και  σε  ποσοστό  10%  στους  ασθενείς  με  χρόνια

                   νεφρική νόσο. (Davison, 2010). Συχνά οι συζητήσεις δεν γίνονται, επειδή οι ασθενείς
                   και οι συγγενείς τους περιμένουν από τους γιατρούς να τις ξεκινήσουν και σε άλλες

                   πάλι περιπτώσεις, οι γιατροί είναι που βασίζονται στους ασθενείς και στις οικογένειές
                   τους,  για  να  ξεκινήσουν  οι  συζητήσεις.  (Clayton,  Butow,  Tattersall,  2005).  Κατά

                   συνέπεια,  η  έλλειψη  συζήτησης  και  επικοινωνίας  μπορεί  να  παραταθεί  και  η
                   παράταση αυτή τροφοδοτείται συχνά και από άλλα εμπόδια, όπως η αβεβαιότητα, ο

                   φόβος  για  τον  αντίκτυπο  στους  ασθενείς  και  η  ύπαρξη  προσωπικού  που  δεν  είναι

                   επαρκώς εκπαιδευμένο ή δεν είναι συνηθισμένο σε συζητήσεις με ασθενείς τελικού
                   σταδίου. (Brighton, Bristowe, 2016).

                      Γεννάται  εύλογα,  λοιπόν,  το  ερώτημα  τι  μέτρα  πρέπει  να  πάρουν  οι  μονάδες

                   παρηγορητικής φροντίδας, ώστε να προάγουν την επικοινωνία μεταξύ του ασθενή και
                   της  οικογένειάς  του  με  τα  μέλη  του  νοσηλευτικού  και  ιατρικού  προσωπικού.

                   Οπωσδήποτε, απαραίτητη είναι η εκπαίδευση που πρέπει να λαμβάνουν οι γιατροί και
                   οι  νοσηλευτές  που  επιφορτίζονται  με  τη  διαδικασία  της  παρηγορητικής  φροντίδας,

                   ώστε να εκλείψουν τα οποιαδήποτε εμπόδια και να έχουν μια καλή επικοινωνία με
                   τους  ασθενείς  που  βρίσκονται  σε  τελικό  στάδιο,  καθώς  και  με  τα  μέλη  των

                   οικογένειών  τους.  Με  την  εκπαίδευση  μπορούν  να  διδαχτούν  κατευθυντήριες

                   γραμμές  και  στρατηγικές  επικοινωνιακών  δεξιοτήτων,  ώστε  οι  συζητήσεις  που  θα
                   κάνουν στη συνέχεια να είναι επωφελείς και να προσφέρουν πραγματική υποστήριξη.

                   Δυο παραδείγματα τέτοιων πρακτικών είναι οι κατευθυντήριες γραμμές PREPARED
                   της Αυστραλίας (Clayton, Butow, Tattersall, 2005) και το βρετανικό μοντέλο SAGE

                   & THYME. (Griffiths, Wilson, Ewing et al., 2015). Όπου εφαρμόστηκαν αυτές οι δυο
                   πρακτικές,  οι  ασθενείς  έδειξαν  εμπιστοσύνη  στους  γιατρούς  και  στους  νοσηλευτές

                   τους και προετοιμάστηκαν χωρίς αγωνία για το τέλος της ζωής τους. Αντίθετα, όπου

                   παρατηρείται ανησυχία και αγωνία από τους ασθενείς και από τις οικογένειές τους,
                   σημαίνει ότι το προσωπικό που εργάζεται στη συγκεκριμένη μονάδα παρηγορητικής

                   φροντίδας δεν έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και θα πρέπει να την αναζητήσει.

                   (Brighton, Bristowe, 2016).
                      Εκτός όμως από το κατάλληλα εκπαιδευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό,

                   οι μονάδες παρηγορητικής φροντίδας πρέπει να φροντίζουν να έχουν πάντα κι έναν
                   ιερέα αποφασισμένο να στηρίξει πνευματικά τους ασθενείς, όπως βέβαια και τα μέλη

                   της οικογένειάς του.




                                                                                                    42
   38   39   40   41   42   43   44   45   46   47   48